ματρός

ματρός
μᾱτρός , μήτηρ
mother
fem gen sg (doric)
μᾱτρός , μήτηρ
mother
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • TELESTES — I. TELESTES Aeschyli saltator, cum Aeschylus χηματισμοὺς in choros Tragicos primus intulisset, veteribus modis novos addidit, ut Chamaeleo auctor est. Appellabant autem Veteres χηματισμοὺς eos corporis modos, in quibus non soli motus, sed et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποβλαστάνω — ἀποβλαστάνω (Α) βλαστάνω, γεννιέμαι («ἀπέβλαστον ματρὸς ὠδῑνος,») …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • μονόστολος — μονόστολος, ον (Α) 1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.) 2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.) 3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» να… …   Dictionary of Greek

  • τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τροφεία — (I) ἡ, Α [τροφεύω] η υπηρεσία και το επάγγελμα τής τροφού. (II) τα / τροφεῑα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. τροφεῑον, τὸ, Α αμοιβή, συνήθως χρηματική, που δίνεται στον τροφέα ή στην τροφό νεοελλ. τα έξοδα διατροφής αρχ. 1. φορβή ζώων 2. (στον εν.) α) ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”